- συμφρονεῖν
- συμφρονέωto be of one mind withpres inf act (attic epic doric)συμφρονέωto be of one mind withpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαρθενεύω — ΜΑ διάγω μοναστική ζωή μαζί με κάποιον («ὅθεν τήν τε γυναῑκα Ἄνναν... συμφρονεῑν αὐτῷ καὶ συμπαρθενεύειν ἔπεισε», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρθενεύω (< παρθένος)] … Dictionary of Greek
συμφρονώ — έω, ΜΑ [σύμφρων, ονος] έχω τα ίδια φρονήματα, συμφωνώ («συνεφρόνησαν ἀλλήλοις εἰς τὸ μὴ συντελεῑν», Πολ.) αρχ. 1. συγκατανεύω 2. βρίσκομαι σε αρμονία με κάτι 3. σκέπτομαι, εξετάζω 4. βρίσκω τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι («πολὺν χρόνον ἄναυδος ἦν… … Dictionary of Greek